Το αργεντίνικο τάγκο πρωτοέφτασε στα Βαλκάνια και την ανατολή μέσα από τα γαλλόφωνα καμπαρέ και στέκια, για αυτό και στους περισσότερους ελληνόφωνους είναι γνωστό με τη γαλλική του προφορά – «ταγκό». Είτε έτσι, είτε αλλιώς, δεν υπάρχει διάνοια που στο άκουσμα της λέξης να μην συνεπαίρνεται από τον φανταστικό του ερωτισμό, τις δυναμικές και ταχύτατες φιγούρες, την αισθησιακή κίνηση και τη μαγεία της λατινικής Αμερικής. Γεννημένο στα τέλη του 19ου αιώνα στα φτωχικά σοκάκια του Μπουένος Άιρες, ανάμεσα σε παρακμιακά στέκια, περιθωριακά κοινωνικά στοιχεία και οίκους ανοχής, αλλά και μεροκαματιάρηδες μετανάστες που δεν είχαν άλλη διέξοδο για διασκέδαση από τη μουσική και το χορό, το Τάγκο ήταν εξαρχής έκφραση πάθους, σκληροτράχηλου ανδρισμού και ακαταμάχητης θηλυκής γοητείας.
Το τανγκό χορεύεται από ζευγάρια αγκαλιασμένα κοντά, και μολονότι η αγκαλιά μπορεί κάποτε να χαλαρώνει για να εκτελεστούν κινήσεις που το απαιτούν, κατά κανόνα δεν σπάει. Είναι έντονα αυτοσχεδιαστικό με σαφώς διακριτούς ρόλους για τον καβαλιέρο και την ντάμα, όπου ο καβαλιέρος με την κίνησή του προτείνει κινήσεις στην ντάμα στις οποίες τελικά προσαρμόζεται ο ίδιος.